- καλέσαντα
- καλέωcallaor part act neut nom/voc/acc plκαλέωcallaor part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλέσαντ' — καλέσαντα , καλέω call aor part act neut nom/voc/acc pl καλέσαντα , καλέω call aor part act masc acc sg καλέσαντι , καλέω call aor part act masc/neut dat sg καλέσαντε , καλέω call aor part act masc/neut nom/voc/acc dual καλέσαντο , καλέω call aor … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… … Dictionary of Greek